- χειρισμός
- ο, ΝΑ [χειρίζω / -ομαι]1. η ενέργεια που γίνεται με τα χέρια2. ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται κανείς κάτι, ο τρόπος χρήσης ή διαχείρισης και διεύθυνσης (α. «χειρισμός τής μηχανής» β. «οι χειρισμοί τού υπουργού» γ. «ἀγαγεῑν τοῑς ἐντυγχάνουσι τὸν χειρισμὸν τῆς τύχης», Πολ.)αρχ.1. χειρουργική επέμβαση, εγχείρηση2. διαχείριση τών οικονομικών υποθέσεων3. κατάλογος περιουσιακών στοιχείων4. σώμα, ομάδα5. στον πληθ. οἱ χειρισμοίοι θέσεις ανώτερων διοικητικών αξιωματούχων.
Dictionary of Greek. 2013.